Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπυρος
διάπυρος
διά-πῠρος
adj.=2 2
; 1) горящий, пылающий
ex. (δαλός Eur.)
; 2) раскаленный, огненный
ex. (λίθος Xen.; μύδροι Arst.; σίδηρος Plut.)
; 3) пламенный, страстный
ex. (ἄνδρες Plat., Plut.; ἤθη Plut.)
δ. πρὸς ὀργήν Plut. — вспыльчивый
; 4) жаркий, знойный
ex. (ξηροὴ καὴ διάπυροι τόποι τῆς οἰκουμένης Plut.)