Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θηριον
θηρίον
τό
; 1) (тж. ἄγριον θ. Her.) дикое животное, зверь
ex. (μάλα μέγα θ. Hom., ὑπὸ τῶν θηρίων ἁρπάζεσθαι Her.; τοῖς θηρίοις μάχεσθαι Plut.)
; 2) животное (вообще)
ex. (τὰ θηρία καὴ τὰ φυτά Plat.)
θ. ὕειον Plat. — свинья
; 3) (как demin. к θήρ) мелкое животное или насекомое Arst.
; 4) бран. (тж. κακὸν θ. NT.) животное, тварь, тж. глупец
ex. ταυτὴ ποδαπὰ τὰ θηρία ; Arph. — откуда эти дурни?