Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γυναικωνιτις
γυναικωνῖτις
γῠναικωνῖτις
I.
-ιδος adj. f предназначенная для женщин, женская
ex. (αὐλή Diod.)
II.
-ιδος ἡ
; 1) Lys., Luc., Plut. = γυναικηΐη
; 2) перен. женщины (как члены семьи)
ex. (Κάτων οὐκ ἔστι διὰ τῆς γυναικωνίτιδος ἁλώσιμος Plut.)