Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προαπολειπω
προαπολείπω
προ-ᾰπολείπω
; 1) ранее оставлять, первым покидать
ex. (τέν κοινωνίαν Arst.)
; 2) тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.
ex. προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ δύναμις Plut. — силы отстают от рвения
; 3) слабеть
ex. (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.)