Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προκαλυμμα
προκάλυμμα
προ-κάλυμμα
-ατος τό
; 1) завеса, покрывало
ex. (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.)
προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. — быть прикрытым кожами;
τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. — доспехи
; 2) перен. покров, прикрытие, личина, маскировка
ex. (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.)