Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακτεινω
κατακτείνω
κατα-κτείνω
(aor. 1 κατέκτεινα, aor. 2 κατέκτανον, κάκτανον Soph. и κατέκτᾰν Hom., pf. κατέκτονα, эп. imper. κάκτανε, эп. inf. κατακτάμεν и κατακτάμεναι, тж. κακτάμεναι Hes.) убивать, умерщвлять
ex. (τινά Hom., Hes., Trag., Her., Xen., Plut.)