Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ερειπω
ἐρείπω
(aor. 1 ἤρειψα, aor. 2 ἤρῐπον; pass.: aor. ἠρείφθην, pf. ἤρειμμαι и ἐρήριμμαι, ppf. ἠρείμμην и ἐρηρίμμην)
; 1) разрушать
ex. (ὄχθας καπέτοιο ποσσίν Hom.; τεῖχος Hom., Xen.; πόλιν Soph.; προμαχεῶνα Her.; τὰς πλείστας τῶν οἰκιῶν Plut.)
; 2) уничтожать, истреблять
ex. (γένος τι Soph.)
; 3) med.-pass. (с aor. ἤρῐπον - эп. тж. ἔριπον) падать, валиться
ex. (ἐξ ὀχέων Hom.; ἤριπε γυιωθείς Hes.)
ἐρείπεσθαι εἴς τινα Plut. — падать на что-л.;
ἐρειφθεὴς ἔν τινι Soph. — распростертый на чем-л.;
γνὺξ ἔριπε Hom. — он упал на колени;
ἤριπε δ΄ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν Hom. — (Асий) рухнул словно некий дуб;
μάλα μέγας ἐρείπεται κτύπος Soph. — обрушивается страшный удар
; 4) med. нападать, бросаться
ex. (εἴς τινα Plut.)