Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταστροφη
καταστροφή
κατα-στροφή
ἡ
; 1) переворот
ex. καταστροφαὴ νέων θεσμίων Aesch. — переворот (в результате) новых законов
; 2) поворот, начало развязки
ex. (αἱ καταστροφαὴ τῶν δραμάτων Polyb.)
; 3) развязка, исход, конец
ex. (τοῦ βίου, τῶν γεγονότων Polyb.)
; 4) смерть, гибель
ex. (τινός Thuc.)
; 5) истребление, разрушение
ex. (καταστροφῇ κατακρίνειν NT.)
; 6) покорение
ex. (τῶν πολίων Her.)
καταστροφέν ποιεῖσθαί τινος Her. — покорить кого-л. себе