Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ψηγμα
ψῆγμα
-ατος τό <ψήχω> тж. pl. оскребки, крохи, крупинки
ex. ψ. πυρωθὲν σποδοῦ Aesch. — пепел;
ψήγματα Her., Luc., ψ. χρυσοῦ Her. или ψήγματα χρυσίου Anth., Plut., Diod. — крупинки золота, золотой песок;
ψ. λεπτομερέστατον Arst., Plut. — тончайшая пыль