Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ερυθημα
ἐρύθημα
-ατος (ῠ) τό
; 1) краснота
ex. ( Arst.; τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὴ φλόγωσις Thuc.)
; 2) рыжая масть
ex. (λαγώ Xen.)
; 3) румянец
ex. (προσώπου Eur., Plut. и ἐπὴ τοῦ προσώπου Luc.)
ὑποπλησθεὴς ἐρυθήματος, Plut. — зарумянившийся, зардевшийся