Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαγραμμα
διάγραμμα
διά-γραμμα
-ατος τό
; 1) рисунок, изображение
ex. (τὰ ὑπὸ Δαιδάλου γεγραμμένα διαγράμματα Plat.)
; 2) чертеж, математическая фигура
ex. (μέχρι τῶν διαγραμμάτων γεωμετρίαν μανθάνειν Xen.; ὁ τοῦ διαγράμματος ἀριθμός Arst.; δ. μαθηματικόν Plut.)
; 3) геометрическая задача
ex. (ζητεῖν καὴ ἀναλύειν ὥσπερ δ. Arst.)
; 4) астрологическая таблица
ex. (δ. Χαλδαϊκόν Plut.)
; 5) муз. лад, тональность, гамма
ex. (ἓν καὴ ἀμετάβλητον δ. Plut.)
; 6) список, перечень
ex. (τῶν σκευῶν Dem.)
; 7) письменное распоряжение, указ
ex. (τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Plut.)