Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ετερογενης
ἑτερογενής
ἑτερο-γενής
adj.=2 2
; 1) разнородный, относящийся к различным родам
ex. (ὑγίειαι καὴ νόσοι Arst.; φυτά Plut.)
; 2) грам. меняющий во множественном числе род (напр., ὁ δάκτυλος - pl. τὰ δάκτυλα) Arst.