Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκειρω
ἀποκείρω
ἀπο-κείρω
; 1) тж. med. стричь, обстригать
ex. (τὰς κεφαλάς Her.; ἀποκαρέντα πρόβατα Diod.)
; 2) тж. med. состригать, срезывать
ex. (χαίτην Hom.; τὰς κόμας Plat.; τὸν πώγωνα Luc.)
; 3) перен. стричь, обирать
ex. (τοὺς παχεῖς τῶν ἀνθρώπων Luc.)
; 4) уничтожать, истреблять
ex. (ἄνδρας Aesch.; ἀποκείρεται ἄνθος πόλεως Eur.)
; 5) рассекать, разрезать
ex. (φλέβα Hom. - in tmesi)