Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπλεος
ἔμπλεος
ἔμ-πλεος
эп. ἔμπλειος и ἐνίπλειος adj.=3 3 , атт. ἔμπλεως adj.=2 2 , gen. ωνος
; 1) полный, наполненный, переполненный
ex. (κνίσης καὴ αἵματος Hom.; κρεῶν καὴ ὕδατος Her.; ἀέρος Plat.; κηρῶν Plut.)
πεδίον δένδρων παντοδαπῶν ἔ. Xen. — равнина, сплошь поросшая всевозможными деревьями
; 2) преисполненный
ex. (δυσκολίας Plat.; πονηρίας Polyb.)
; 3) предполож. могущий, способный
ex. σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι΄ ἐμοῦ σῴζειν Soph. — ведь твой глаз скорее сыщет средство спасения, чем мой