Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιλαμπω
ἀντιλάμπω
ἀντι-λάμπω
; 1) светить в ответ, отвечать сигнальными огнями
ex. (φῶς φύλαξι σημαίνει …- Οἱ δ΄ ἀντέλαμψαν Aesch.)
; 2) отражать свет, отсвечивать
ex. (τὸ φανὸν ἀντιλάμπει Xen.)
ἀ. πρὸς τέν σελήνην Plut. — отражать лунный свет
; 3) светить прямо в лицо, слепить
ex. (ὁ ἥλιος ἀντιλάμπει τινί Plut.)
; 4) перен. ослеплять
ex. (σοβαρὰ λέξις ἀντιλάμπει τῷ ἀκροατῇ Plut.)