Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καθυποπτευω
καθυποπτεύω
κᾰθ-ῠποπτεύω
питать подозрение, подозревать
ex. ἀδικήματα κατηγορηθέντα ἢ καθυποπτευθέντα
Arst.
— проступки, являющиеся предметом осуждения или (только) подозрения