Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κυβισταω
κυβιστάω
κῠβιστάω
; 1) бросаться головой вперед, падать вниз головой
ex. (ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων Hom.)
; 2) нырять
ex. (κατὰ ῥέεθρα ἔνθα καὴ ἔνθα Hom.; πλεῖν καὴ κ. Plut.)
; 3) кувыркаться, катиться
ex. (οἱ κυβιστῶντες κυβιστῶσι κύκλῳ Plat.)