Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαλυπτω
ἐπικαλύπτω
ἐπι-κᾰλύπτω
; 1) покрывать, закрывать
ex. (ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἡ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.)
; 2) опускать (в виде завесы)
ex. (βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.)
βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. — затуманить свет очей, т.е. притупить зрение
; 3) скрывать, прятать
ex. (κακὸν δ΄ ἐπὴ κῶμα καλύπτει Hes.; τέν ἀπορίαν Plat.)
ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. — заглушать чьи-л. рыдания
; 4) туманить, затемнять
ex. (ἐπικαλύπτεται ὁ νοῦς πάθει Arst.)
ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. — данное (Атрею) имя неясно