Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρροος
κατάρροος
κατά-ρροος
стяж. κατάρρους ὁ
; 1) стекание, течение
ex. ὑπὸ ῥεύματός τε καὴ κατάρρου πάντα χρήματα ἔχεσθαι Plat. — (Гераклит полагает), что все вещи существуют как поток и течение
; 2) катар, насморк
ex. (οἱ κατάρρῳ νοσοῦντες ἄνθρωποι Plat.; πταρμὸς πρὸ τῶν κατάρρων γίνεται Arst.)