Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρακατοικιζω
παρακατοικίζω
παρα-κατοικίζω поселять рядом (τινά τινι Isocr.):
φόβον καὶ φρουρὰν π. τινί Plut. для устрашения расквартировать гарнизон рядом с кем-л.;
παρακατοικίζεσθαί τινας Isocr. размещать кого-л. возле себя.