Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποπνιγω
ἀποπνίγω
ἀπο-πνίγω
(fut. ἀποπνίξομαι и ἀποπνίξω) душить, удавливать ex. (τινά Her., Arph., Xen., Plut.); pass. задыхаться, умирать от удушья Arph., Plat., задыхаться от гнева
ex. (ἐπί τινι Dem.) и захлебываться, тонуть (ῥίπτει ἑαυτὸν εἰς τέν θάλατταν (καὴ) ἀπεπνίγη Dem.)