Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραιτιος
παραίτιος
παρ-αίτιος adj=3 3 и adj=2 2 сопричастный, сопричинный (το κακὸν ἀγαθοῦ παραίτιον Eur.; παρανομημάτων τηλικούτων Plut.):
ἡ μοῖρα τούτων παραιτία (sc. ἦν) Aesch. в этом повинна и судьба.