Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσκυρεω
προσκῠρέω
προσ-κῠρέω и προσκύρω (impf. προσέκῡρον, fut. προσκύρσω, aor. προσέκυρσα)
; 1) прибывать, достигать (Κυθήροις Her.);
; 2) наталкиваться, встречаться:
δεινότατον πάντων, ὅσ᾽ ἐγὼ προσέκυρσ᾽ ἤδη Soph. самое ужасное из всего, с чем я когда-л. встречался;
; 3) приключаться, постигать (πότερα δόμοισι πῆμα - v. l. πτῶμα - προσκυρεῖ νέον; Aesch.).