Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνδιαφθειρω
συνδιαφθείρω
συν-διαφθείρω
ex. ( Diod. pf. в знач. pass. συνδιέφθορα) одновременно повреждать, губить, уничтожать (τι Arst.)
συνδιαφθείρεσθαί τινι Isocr., Plut. — погибать вместе с кем(чем)-л.