Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαθιζω
ἐγκαθίζω
ἐγ-καθίζω
ион. ἐγκατίζω
; 1) сажать ex. (τινὰ εἰς θρόνον Eur.); med. садиться
ex. (ἐς τοῦτον τὸν θρόνον Her.)
; 2) помещать, располагать
ex. (στρατιὰν ἐν τῷ τόπῳ Polyb.)
; 3) med. воздвигать, строить
ex. (ναὸν Κύπριδος Eur.)
; 4) сидеть
ex. (θρόνῳ Pind.)