Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσπελαζω
προσπελάζω
προσ-πελάζω
; 1) вплотную приближать, подводить
ex. (νέα ἄκρῃ Hom.)
προσπελασθεῖσα (v. l. πελασθεῖσα λέκτροις) Πανός Soph. — вступившая в связь с Паном
; 2) приближаться, подходить
ex. (τινί Plat.; πρὸς τὰ τείχη, ἐπὴ τέν νησῖδα Plut.)