Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποπιμπλημι
ὑποπίμπλημι
ὑπο-πίμπλημι
мало-помалу или почти до краев наполнять
ex. (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.)
ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. — вся в слезах;
πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. — уже обросший порядочной бородой;
μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. — весьма образованный в области небесных явлений;
τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. — быть многодетным