Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαφυλασσω
διαφυλάσσω
δια-φῠλάσσω
атт. διαφῠλάττω
; 1) тщательно охранять
ex. (πόλιν Her., Isocr., med. Eur.; πάροδον Lys.; τὰ τείχη Plut.)
; 2) хранить, соблюдать, блюсти
ex. (τοὺς νόμους Plat.; εἰρήνην Dem.; πίστιν Polyb.)
δ. ὅτι … Plat. и ὅπως … Arst. — следить за тем, чтобы …;
δ. τὸ μέ σπουδάζειν ἐπί τινι Plat. — оставаться равнодушным к чему-л.
; 3) сохранять в памяти
ex. (τι Luc.)