Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αξιωσις
ἀξίωσις
-εως, ион. ιος ἡ
; 1) оказание чести
ex. δορεέν δοῦναί τινι τῆς ἀξιώσιος εἵνεκέν τινος Her. — одарить кого-л. за то, что он удостоил чего-л.
; 2) честь, достоинство
ex. (Ἑλλήνων Thuc.)
; 3) благородство, знатность
ex. (ἀξιώσει προήκειν Thuc.)
; 4) требование, тж. пожелание или просьба
ex. (ἀπό τινος Thuc.; ἀξιώσεις καὴ παρακλήσεις Polyb.; ἀ. ἔγγραφος Plut.)
; 5) мнение, взгляд
ex. (ἀξίωσιν λαβεῖν Thuc.; μεταφέρειν ἀξίωσιν ἐκ δημοκρατίας Aeschin.)
; 6) значение, смысл
ex. (ὀνομάτων Thuc., Plut.)