Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταναλισκω
καταναλίσκω
κατ-ᾰνᾱλίσκω
(impf. κατανάλισκον, pf. act. κατανάλωκα, pf. pass. κατηνάλωμαι)
; 1) расходовать, тратить
ex. (τὰ χρήματα Xen.; τάλαντα μύρια εἴς τι Isocr.; πολλὰ ἡδοναῖς Diod.)
; 2) употреблять, использовать
ex. (τὸ μειχθέν Plat.; σχολέν εἴς τι Isocr.)
τὰς ἄλλας ἀρετὰς εἰς ἀνδρείαν καταναλῶσαι Plut. — обратить все прочие добродетели в мужество
; 3) уничтожать, истреблять
ex. καταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι Plat. — быть подверженным смерти;
πῦρ καταναλίσκον NT. — истребительный огонь
; 4) потреблять, переваривать
ex. (τέν τροφήν Arst.)