Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκλογιζομαι
ἐκλογίζομαι
ἐκ-λογίζομαι
; 1) исчислять, считать
ex. (τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων Arst.; προσόδους πόλεων и πλοῦτος ἐκλογισθείς Plut.)
; 2) принимать в расчет, обдумывать
ex. (σωφρόνως τι Thuc.)
ὅταν ἔλθῃ πόλεμος, οὐδεὴς αὐτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται Eur. — когда настала война, никто о своей смерти не думает;
ἐκλογίσασθαι τὰ χρηστὰ τἀναγκαῖά τε Eur. — взвесить то, что полезно и необходимо;
ταῦτα ἐκλογιζόμενος Her. — рассуждая таким образом
; 3) подробно излагать, объяснять
ex. (τέν ἐσομένην ὁρμήν Polyb.)