Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αρπαζω
ἁρπάζω
; 1) хватать
ex. (λᾶαν Hom.; δόρυ Aesch.; μάχαιραν Xen.)
ἁρπάσαι τινὰ μέσον Her. — схватить кого-л. поперек тела;
ἁ. τινὰ τένοντος ποδός Eur. — схватить кого-л. за пятку;
ἁρπάσασθαί τινα Luc. — обхватить кого-л.;
ἁ. πεῖραν Soph. или καιρόν Plut. — пользоваться случаем, ловить момент
; 2) похищать ex. (κλέψαι καὴ ἁρπάσαι βίᾳ Soph.; τέν θυγατέρα τινός Her.; κόρην Plut.); уносить
ex. (πόντονδέ τινα Hom.)
; 3) захватывать
ex. (χώραν Xen.; πλεονεξίαν Plut.)
; 4) присваивать
ex. (τέν τοῦ φιλοσοφεῖν δόξαν αὑτῷ Plut.)
; 5) грабить
ex. (πόλεις Thuc.; τινά Xen.)