Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκολαπτω
ἐκκολάπτω
ἐκ-κολάπτω
; 1) сбивать, соскабливать (ударами молотка или резца)
ex. (τὸ ἐλεγεῖον Thuc.; ψήφισμα Dem.; sc. τὸ ἐπιγραμμα Plut.)
; 2) (ударами клюва) помогать вылупиться
ex. (νεοττὸν ἄπτερον Luc.; ἐκκεκολαμμένον ᾠόν Arst.; ἡ ἴβις ἐκκολαφθεῖσα Plut.)