Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπορευω
διαπορεύω
δια-πορεύω
; 1) переправлять, переводить (на другую сторону), перевозить
ex. (τινά Xen.; ἐπὴ ὀχήματός τινος διαπορευθῆναι Plat.)
; 2) med. переправляться, переходить, переезжать
ex. (τέν Πελοπόννησον Thuc., Plut.; τοσαῦτα πεδία Xen.; ὁδούς Plat.; διὰ τῆς χώρας Arst., Polyb. и τέν χώραν Plut.; ἐς Εὔβοιαν Her.)
οἱ τῶν ὀρνίθων διαπορευόμενοι Plat. — перелетные виды птиц
; 3) med. проходить, проникать
ex. (τὸ πνεῦμα διαπορεύεταί τι или διά τινος Arst.)
; 4) рассказывать, перечислять
ex. (τὰς εὐεργεσίας τινός Polyb., Diod.)