Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω

διοικησις

διοίκησις

δι-οίκησις
-εως
; 1) управление, заведование, руководство
           ex. (οἰκίας καὴ πόλεως Plat.; πόλεως Arst., Plut.; ποιεῖν τινα κύριον τῆς διοικήσεως Arst.)
; 2) хозяйство
           ex. ἐπὴ τῆς διοικήσεως Dem. — управляющий хозяйственными делами
; 3) бюджет, доходы и расходы
           ex. (ἔχειν ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν Lys.; καθ΄ ἡμέραν δ. Dem.)
; 4) небольшая область, часть провинции
           ex. (τρεῖς διοικήσεις Asiaticae Cic.)