Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαρσιος
ἐγκάρσιος
ἐγ-κάρσιος
adj.=3 3
; 1) поперечный
ex. (ὁδός Her.; τεῖχος Thuc.)
; 2) косой, наклонный
ex. (ὁ ζῳοφόρος κύκλος Arst.)
; 3) косвенный, непрямой
ex. (ἀποδείξεις ἐγκάρσιαι καὴ οὐ βέβαιοι Plut.)