Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπιστευω
διαπιστεύω
δια-πιστεύω
; 1) полностью доверять
ex. (τινὴ περί τινος Aeschin. и περί τι Arst.)
διεπιστεύετο Dem. — к нему питали доверие
; 2) доверять, вверять
ex. (τινὴ τέν πόλιν Aeschin.; τοὺς αἰχμαλώτους ἐκείνῳ μόνῳ Plut.)