Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκαταμιγνυω
συγκαταμιγνύω...
συγκαταμίγνυμι, συγκαταμιγνύω
(fut. συγκαταμίξω) смешивать, соединять, сочетать
ex. (τὰς Χάριτας Μούσαις Eur.)
συγκαταμιγνύναι εἴς τι Plat. или τινί Arst. — смешиваться с чем-л.;
ᾠδαῖς τέν ψυχέν συγκαταμιγνύναι Xen. — отдаться всей душой песням