Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ταπεινωσις
ταπείνωσις
τᾰπείνωσις
-εως ἡ
; 1) унижение, умаление
ex. (δουλεία καὴ τ. Diod.)
; 2) малодушие, уныние, трусость
ex. (τῆς πόλεως Polyb.)
; 3) пошлость, вульгарность
ex. (τῆς λέξεως Plut.)
; 4) смирение NT.