Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφεψω
ἀφέψω
ἀφ-έψω
ион. ἀπέψω
; 1) варить, кипятить
ex. (ὕδωρ ἀπεψημένον Her.; οἶνος ἀφεψημένος Plut.; τὸ ἁλμυρόν Arst.)
; 2) очищать кипячением, т.е. переплавлять
ex. (χρυσός ἄπεφθος Her. и ἀφεψηθείς Polyb.; перен. τινά Arph.)