Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντικειμαι
ἀντίκειμαι
ἀντί-κειμαι
; 1) лежать впереди, т.е. предстоять, предназначаться
ex. (τιμὰ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται Pind.)
; 2) быть противоположным, противостоять
ex. (πρός τι Soph.; παντὴ λόγῳ λόγος ἴσος ἀντίκειται Sext.)
τὰ ἀντικείμενα κατὰ διάμετρον Arst. — диаметрально противоположные вещи