Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακρεμαννυμι
κατακρεμάννυμι
κατα-κρεμάννῡμι
(fut. κατακρεμάσω; aor. κατεκρέμασα) подвешивать, привешивать ex. (ἐκ πασσαλόφιν φόρμιγγα Hom. - in tmesi; τόξα καὴ ἰούς HH.; τοῦ φωρὸς τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τεῖχεος Her.); pass. pf. быть подвешенным, висеть
ex. (διὰ κρίκων κατακεκρέμαστο στέμμα Diod.)