Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπειραω
διαπειράω
δια-πειράω
; 1) досл. искушать, перен. подкупать
ex. (ταῖς δωροδοκίαις Plut.)
; 2) med.-pass. подвергать испытанию, испытывать
ex. (τῆς ψυχῆς τινος Her.; τῶν γνωρίμων Plut.)
πεζῇ δ. τινων Her. — померяться с кем-л. силами в пешем бою;
τῶν ἐν τῷ πολέμῳ διαπεπειρᾶσθαι Thuc. — изведать превратности войны;
ἔοικε ὥσπερ αἴνιγμα ξυντιθέντι διαπειρωμένῳ Plat. — похоже, что он придумал загадку для испытания (меня)