Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακλειω
κατακλείω
κατα-κλείω
ион. κατακληΐω, атт. κατακλῄω, дор. κατακλάζω (fut. κατακλείσω, aor. κατέκλεισα; pass.: aor. κατεκλείσθην - атт. κατεκλῄσθην, pf. κατακέκλεισμαι и κατακέκλειμαι)
; 1) запирать, затворять на замок
ex. (τὰς πυλίδας, τὰ ἱρά, τὸ ἐργαστήριον Her.; τὸν δίφρον Xen.)
; 2) запирать, заключать
ex. (ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Xen.; τι εἰς τέν γῆν Arst.; τινὰ ἐν τῇ φυλακῇ NT.; κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις Xen.)
κ. τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Xen. — заставить гимнетов укрыться за строем гоплитов
; 3) вкладывать в ножны
ex. (τὸ ξίφος Plut.)
; 4) включать
ex. οὐδ΄ εἰς πολιτείαν ἐμαυτὸν κατακλείω Xen. — я не принадлежу ни к одному (греческому) государству (слова Аристиппа)
; 5) запирать, блокировать
ex. (τοὺς Ἕλληνας ἐς τέν νῆσον, ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Thuc.)
; 6) ставить, ввергать
ex. (εἰς κίνδυνον μέγιστον Dem.; εἰς σπάνιν Diod.)
; 7) рит. заканчивать, заключать
ex. (τὸν λόγον Diog.L.)
οὐ κατακλείει грам. — (фраза) не закончена
; 8) обязывать, принуждать
ex. (τινὰ νόμῳ ποιεῖν τι Dem.; τινὰ εἰς ἀρχέν μείζονα Plut.)
; 9) привязывать, сковывать
ex. (τέν δεξιάν Luc.)