Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκθεω
ἐκθέω
ἐκ-θέω
(fut. ἐκθεύσομαι)
; 1) выбегать
ex. (εἰσδραμεῖν καὴ πάλιν ἐ. Arph.; διὰ τῆς πύλης Plut.)
; 2) вылетать
ex. (ἐκθέοντες σφῆκες Xen.; ἐκθέοντα βέλη Plut.)
; 3) совершать вылазку
ex. (ἐκ τοῦ τείχους Xen.)