Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσερειδω
προσερείδω
προσ-ερείδω
(part. pf. pass. προσερηρεισμένος)
; 1) упирать, прислонять, приставлять
ex. (κλίμακας τείχει Polyb.)
ξύλον προσερηρεισμένον Arst. — деревянная распорка;
π. ταῖς χερσὴ πρὸς τὰ νῶτά τινος Polyb. — упираться руками в чью-л. спину;
τῷ δεξιῷ ὤμῳ π. τι Plut. — взвалить на правое плечо что-л.;
Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν Plut. — придвинуть границы Македонии к Океану
; 2) напирать, теснить
ex. (παντὴ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Plut.)
πανταχόθεν προσηρεικότες πολέμιοι Polyb. — отовсюду наседавшие враги
; 3) с силой ударять, поражать, вонзать
ex. (τὰς λόγχας πρός τι Polyb.; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plut.)
; 4) укреплять, помещать
ex. (τὸ ἰσχίον εἰς μέσον Arst.)
; 5) прислоняться, жаться
ex. (τοίχοις καὴ ὀρόφοις ὥσπερ αἱ χελιδόνες Plut.)