Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξωνεομαι
ἐξωνέομαι
ἐξ-ωνέομαι
; 1) покупать, приобретать
ex. (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.)
ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. — покупатель, приобретатель
; 2) выкупать
ex. (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.)
χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. — откупиться деньгами от опасностей
; 3) искупать
ex. (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.)