Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταλειβω
καταλείβω
κατα-λείβω
(только praes.)
; 1) лить, проливать, орошать (слезами)
ex. (δέμας Eur.)
καταλειβομένη ἄλγεσι Eur. — вся в слезах от страданий
; 2) med. струиться по каплям, медленно течь
ex. (γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο Hom.; ἐκ πέτρης καταλείβεται, sc. ὕδωρ Hes.)
δάκρυα ἐκ δακρύων καταλείβεται Eur. — слезы льются непрерывно