Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακναιω
διακναίω
δια-κναίω
; 1) стирать до основания, разбивать, разламывать, разрушать
ex. (λίθους Arst.; κάμαξ διακναιομένη Aesch.; πόλις διακναισθήσεται Arph.)
δ. ὄψιν Eur. — выкалывать глаза
; 2) мучить, изводить
ex. (πόθος μ΄ ἔχει διακναίσας Eur., Arph.; μυρίοις μόχθοις διακναιόμενος Aesch.)
; 3) стирать, делать блеклым, портить
ex. (τὸ χρῶμα - acc. - διακεκναισμένος Arph.)