Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κατανυξις
κατάνυξις
κατά-νυξις
-εως
ἡ
(
сердечное
)
сокрушение, удрученность
ex. (πνεῦμα κατανύξεως διδόναι τινί
NT.
; κατανύξεως ῥοῦν ἐγχεῖν ταῖς καρδίαις
Anth.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,